Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2009

Τα 52 φύλλα της τράπουλας

Μία περιήγηση στον κόσμο του χαρτοπαιγνίου, με οδηγούς μας τα φύλλα της τράπουλας.

Στην κλασική αρχαιότητα τυχερά παιχνίδια υπήρχαν, κυρίως με αστραγάλους ή ζάρια, που τα έλεγαν κύβους και από εκεί μας έχει μείνει η λέξη διακυβεύω, όπως και το «ανερρίφθω κύβος» που είπε (στα ελληνικά) ο Ιούλιος Καίσαρ, όταν αποφάσισε να διαβεί τον Ρουβίκωνα, φράση που έχει επικρατήσει στη χρήση με τη μορφή «ο κύβος ερρίφθη».

Και το τάβλι ήταν γνωστό στην κλασική αρχαιότητα, τα χαρτιά όμως όχι. Το χαρτοπαίγνιο το επινόησαν οι Κινέζοι, που άλλωστε εφεύραν το χαρτί.

Τα κινέζικα τραπουλόχαρτα, που μπορεί να ήταν ταυτόχρονα και χαρτονομίσματα στην αρχική τους μορφή και χρήση, πέρασαν στην οθωμανική αυτοκρατορία, και από την Αίγυπτο των Μαμελούκων περνούν γύρω στο 1370 στην Ιταλία και στην Ισπανία.

Η τράπουλα των Μαμελούκων ήταν εντυπωσιακά όμοια με μια σύγχρονη: είχε 52 φύλλα, χωρισμένα σε 4 ‘φυλές’: τα μπαστούνια του πόλο, τα νομίσματα, τα σπαθιά και τα κύπελλα. Κάθε φυλή είχε δέκα φύλλα αριθμημένα από 1 έως 10 και τρία ‘βασιλικά’ φύλλα: τον βασιλιά, τον αντιβασιλιά και τον βεζίρη.

Είναι εντυπωσιακό ότι από το 1370 και μετά βρίσκει κανείς σε όλη την Δυτική Ευρώπη σαφείς και αφθονότατες αναφορές στο χαρτοπαίγνιο, γεγονός που δείχνει την ταχύτατη αποδοχή που βρήκε η νέα ψυχαγωγία, τόσο για παιχνίδια συναναστροφών όσο και για χαρτομαντεία.

Μάλιστα, μια από τις πρώτες αναφορές από την περιοχή μας είναι ένα έγγραφο από την αυλή της Βραβάνδης, από το 1379, όπου αναφέρεται η αγορά μιας τράπουλας για λογαριασμό του βασιλικού ζεύγους, δηλαδή του βασιλιά Βενσεσλάς του Λουξεμβούργου και της βασίλισσας Ιωάννας της Βραβάνδης. Καταγράφονται επίσης και τα καθόλου ευκαταφρόνητα ποσά που παίζονταν στη βασιλική αυλή. Αμέσως έρχονται και οι πρώτες απαγορεύσεις, που βέβαια δεν τελεσφόρησαν.

Στην Ιταλία οι τέσσερις φυλές της τράπουλας ονομάζονται μπαστούνια (bastoni), νομίσματα (denari), σπαθιά (spade) και κύπελλα (coppe) και υποτίθεται ότι συμβολίζουν, αντίστοιχα, τους αγρότες, τους εμπόρους, τους ευγενείς και τον κλήρο.

Οι ισπανικές ονομασίες είναι ανάλογες.

Στη Γερμανία και την Ελβετία προτιμήθηκαν, αντίστοιχα, τα φύλλα, τα κουδούνια, τα βελανίδια και οι καρδιές, τελικά όμως επικράτησε το γαλλικό σύστημα, που αποτελεί συγκερασμό των παραπάνω, και έχει τριφύλλια, που αντιστοιχούν στα ιταλικά μπαστούνια, καρά που αντιστοιχούν στα ιταλικά νομίσματα, πίκες που αντιστοιχούν στα ιταλικά σπαθιά, και καρδιές που αντιστοιχούν στα ιταλικά κύπελλα.

Στην αρχή οι φιγούρες είναι βασιλιάς, ιππότης και υπηρέτης, ενώ αργότερα προστίθεται η βασίλισσα, με αποτέλεσμα η τρίτη σημερινή φιγούρα, ο βαλές, να πάρει χαρακτηριστικά και του ιππότη και του υπηρέτη.

Τα γαλλικά τραπουλόχαρτα είχαν το τεράστιο πλεονέκτημα ότι μπορούσαν να αναπαραχθούν εύκολα με μια μέθοδο παρόμοια με το στένσιλ, γι’ αυτό και γρήγορα επικράτησαν, αν και ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούνται π.χ. ιταλικές τράπουλες για διάφορα λαϊκά παιχνίδια στην Ιταλία.

Στα γαλλικά τραπουλόχαρτα, οι φιγούρες πήραν τα ονόματα μεγάλων προσωπικοτήτων της ιστορίας, έτσι ο ρήγας κούπα είναι ο Καρλομάγνος, ο ρήγας καρό ο Καίσαρ, ο ρήγας σπαθί ο Μέγας Αλέξανδρος και ο ρήγας μπαστούνι ο Δαβίδ.

Υπάρχουν και δύο άλλες φιγούρες ελληνικού ενδιαφέροντος: η Αθηνά ως ντάμα μπαστούνι και ο Έκτορας ως βαλές καρό. Σε άλλες περιπτώσεις, χρησιμοποιήθηκαν φιγούρες με πρόσωπα εστεμμένων, ή ακόμα και με αντιθρησκευτικές παραστάσεις στη γαλλική επανάσταση.

Αλλά και μια φιλελληνική τράπουλα που κυκλοφόρησε στην Ουγγαρία το 1829 και της οποίας σώζονται 11 φύλλα στο Ιστορικό Μουσείο παρουσιάζει στις φιγούρες της τους: Καποδίστρια (Ρήγας κούπα), ­ Κουντουριώτη (Ρήγας σπαθί), Μαυροκορδάτο (Ρήγας καρό), ­ Υψηλάντη (Ρήγας μπαστούνι), Ελλάδα (Ντάμα κούπα), Αθηνά (Ντάμα καρό), Καρτερία (Ντάμα μπαστούνι), Μιαούλη (Βαλές κούπα), Κολοκοτρώνη (Βαλές σπαθί), Μπότσαρη (Βαλές καρό) και Κανάρη (Βαλές μπαστούνι). Μερικές φιγούρες μπορείτε να δείτε στην εικόνα.

Αυτή η τράπουλα εθεωρείτο ότι είναι η πρώτη του είδους της, αλλά πρόσφατα βρέθηκε και μια παλιότερη, του 1822, στην οποία οι τέσσερις ρηγάδες απεικονίζονται με τις μορφές των Αλέξανδρου Υψηλάντη, Οδυσσέα Ανδρούτσου, Γεωργάκη Ολύμπιου και Γεωργίου Καντακουζηνού.

Και μια και περάσαμε στα καθ’ ημάς, πρέπει να πούμε ότι δεν είναι γνωστό πότε μπήκαν τα παιγνιόχαρτα στον ελλαδικό χώρο. Κατά πάσα πιθανότητα οι βυζαντινοί δεν πρόλαβαν να τα γνωρίσουν, ή τουλάχιστον δεν υπάρχει καμιά σχετική μαρτυρία.

Ασφαλώς στα Επτάνησα επί ενετοκρατίας παίζονταν χαρτιά, αλλά για την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα δεν υπάρχει μαρτυρία από περιηγητές, χωρίς αυτό να αποκλείει τίποτε. Πάντως, όλη σχεδόν η χαρτοπαικτική ορολογία μας είναι ευρωπαϊκής προελεύσεως και όχι τουρκικής.

Για παράδειγμα, η λέξη τράπουλα είναι ιταλικό δάνειο. Τα λεξικά θα σας πουν ότι trappola θα πει ‘απάτη, παγίδα’, πράγμα που είναι σωστό, αλλά δεν λέει και πολλά.

Απ’ όσο έψαξα, δεν βρήκα να είχε ποτέ στα ιταλικά η λέξη trappola τη σημασία της δεσμίδας των παιγνιοχάρτων, υπήρχε όμως ένα βενετσιάνικο παιχνίδι που λεγόταν trappola, οπότε μάλλον από αυτό, μέσω Επτανήσων, θα πέρασε η λέξη και στα ελληνικά, αρχικά με τη σημασία της δεσμίδας που χρησιμοποιούσαν οι παίχτες για να παίξουν το συγκεκριμένο παιχνίδι και μετά για την οποιαδήποτε δεσμίδα χαρτιών.

Προχωρώντας στα ετυμολογικά της τράπουλας, τον βαλέ που είναι δάνειο από τα γαλλικά (valet) τον λέμε και φάντη, που είναι δάνειο από τα ιταλικά (fante) και τελικά ανάγεται στο λατινικό infans, παιδί· και επειδή οι ανήλικοι πρίγκιπες, που λέγονταν infante στην Ισπανία, είχαν μια σωματοφυλακή για να μην πέσουν θύματα των παλατιανών μηχανορραφιών, η σωματοφυλακή αυτή ονομάστηκε infanteria, όρος που γέννησε το σύγχρονο αγγλικό infantry αλλά και τον δικό μας φαντάρο.

Ο φάντες εμφανίζεται και στη φρασεολογία, όπου για κάποιον ανεπιθύμητο που παρουσιάζεται αναπάντεχα λέμε ότι εμφανίστηκε σαν φάντης μπαστούνι. Η προέλευση της φράσης μάλλον βρίσκεται στη χαρτομαντεία, όπου ο βαλές μπαστούνι είναι σύμβολο κακοτυχίας. Επίσης, όταν κάποιος συνδέει ή παραβάλλει δύο εντελώς άσχετα μεταξύ τους πράγματα, λέμε τι σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο;

Κατά μία (μάλλον ευφάνταστη) εκδοχή, η φράση γεννήθηκε όταν ένας φαρμακοποιός επέμενε να πατσίσει τα χρέη του από τα χαρτιά δίνοντας τζάμπα φάρμακα στους κερδισμένους.

Σε πολλά παιχνίδια με χαρτιά υπάρχει η έννοια της μπάζας, που είναι ενετικό δάνειο αραβικής αρχής (baza), και δεν έχει καμιά σχέση με τα οικοδομικά μπάζα που κι αυτά είναι ιταλικό δάνειο (basa) ελληνικής όμως αρχής (βάσις). Η μπάζα λέγεται, ή ίσως λεγόταν παλιότερα, και χαρτωσιά, σχετική δε είναι η παροιμιώδης φράση ‘δεν πιάνω μπάζα (ή χαρτωσιά) μπροστά του’ όταν θεωρούμε κάποιον ασύγκριτα ανώτερο από εμάς.

Ένα παιχνίδι με μπάζες είναι και η πρέφα, που κάποτε ήταν το κυρίαρχο καφενειακό παιχνίδι αφού συνδυάζει τύχη και τέχνη. Μάλιστα, τόσο πολύ δύσκολο παιχνίδι θεωρείται, που παλιότερα υπήρχε η φράση «δεν παίρνει από πρέφα» για κάποιον που το μυαλό του δεν κόβει, δεν καταλαβαίνει.

Σήμερα η φράση έχει εξελιχτεί σε «παίρνω πρέφα» που σημαίνει αντιλαμβάνομαι κάτι εγκαίρως, το υποψιάζομαι. Η λέξη πρέφα είναι γαλλικής ετυμολογίας, από το préférence που σημαίνει προτίμηση, αλλά το παιχνίδι είναι ανατολικοευρωπαϊκό, που έφτασε σε εμάς από τη Ρωσία (όπου λέγεται preferans), όπως μαρτυρεί και το ότι οι πόντοι στην ελληνική πρέφα μετριούνται με καπίκια.

Αν και εξόχως τεχνικό παιχνίδι η πρέφα, η αλήθεια είναι ότι επιβραβεύει την υπομονή έναντι της τέχνης, όπως λέει και η χαρτοπαικτική παροιμία Η πρέφα θέλει υπομονή και το πικέτο τέχνη. Σχετικό για τη νικητήρια στρατηγική στην πρέφα είναι και το απόσπασμα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, από το διήγημα "Η καλλικατζούνα": Ο γερο-Κονόμος ήτον "φίδι κολοβό". Έπαιζε πάντοτε ρωσική πρέφα με τον γερο-Αποστολίδην και με ένα άλλον. Αν δεν είχε εφτά χαρτωσιές, δεν "αγόραζε". Ποτέ δεν ήτο ευχαριστημένος να παίξη μίαν μάχην, χωρίς να βάλη "άνθρωπον μέσα". Ποτέ του δεν έχασε πρέφαν.

Από την πρέφα πρέπει να προέρχονται και φράσεις όπως «τα βρήκε μπαστούνια» (επειδή στην ιεραρχία της πρέφας τα μπαστούνια είναι η ευτελέστερη φυλή, οπότε αν τα δύο φύλλα που βρει ο εκτελεστής στην αγορά είναι μπαστούνια υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να του είναι ακατάλληλα και να "μπει μέσα") ή «την κάναμε από κούπες» (επειδή οι κούπες είναι η ακριβότερη φυλή, οπότε αν μπεις μέσα στις κούπες πληρώνεις περισσότερα).

Αλλά και γενικά η χαρτοπαιξία και τα τραπουλόχαρτα έχουν δώσει πάμπολλες ιδιωματικές και παροιμιακές εκφράσεις, μερικές πανευρωπαϊκές, όπως παίζω με ανοιχτά χαρτιά, βάζω κάτω τα χαρτιά μου, ανοίγω τα χαρτιά του, έχω κρυμμένο έναν άσο στο μανίκι μου, παίζω το καλό μου ή το τελευταίο μου χαρτί, γκρεμίστηκε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, παίζει με σημαδεμένη τράπουλα. Λέμε επίσης τα κάνανε πλακάκια (από μέθοδο των χαρτοκλεπτών), το πέρασε στο ντούκου (από την πόκα) ή κρατάει πισινή (από την κοντσίνα).

Σε πολλά παλιά λεξικά βρίσκουμε ότι η λέξη grec σημαίνει ‘χαρτοκλέφτης, απατεώνας’. Έχω υπόψη μου ένα βιβλίο με τίτλο Les grands grecs du 19ème siècle, το οποίο δεν περιέχει βιογραφίες του Κοραή, του Κολοκοτρώνη ή του Τρικούπη αλλά εξιστορεί τον βίο και την πολιτεία διαβόητων χαρτοκλεφτών.

Μερικά λεξικά λένε ότι υπαίτιος για την δυσφημιστική αυτή εξέλιξη υπήρξε κάποιος Θεόδωρος Άπουλος, ένα είδος Νικ Δε Γκρηκ της εποχής του Λουδοβίκου του 14ου, που είχε μαδήσει στο λανσκενέ, χαρτοπαίγνιο της εποχής, όλους τους αυλικούς του Βασιλιά Ηλίου με μια σημαδεμένη τράπουλα. Αυτή η εξήγηση πιθανότατα φτιάχτηκε εκ των υστέρων.

Άλλωστε, με την ίδια σημασία χρησιμοποιούσαν τη λέξη και οι άγγλοι (όπου η χαρτοκλεψία λεγόταν παλιότερα greekery) αλλά και οι Ισπανοί· δύσκολο να έφτασε ως εκεί η χάρη του Άπουλου.

Πολλοί ανώνυμοι συμπατριώτες μας θα ευθύνονται, σε συνδυασμό με τη φήμη ελευθεριασμού που είχαν αποκτήσει οι αρχαίοι Έλληνες ήδη από την εποχή των Ρωμαίων.

Θυμάμαι πως παλιά είχα διαβάσει σε μετρίως αναξιόπιστη πηγή ότι, κατόπιν διαμαρτυρίας των ελληνικών πνευματικών φoρέων, τo λεξικό τoυ Ρoμπέρ έπαψε να αναφέρει στo λήμμα Grec την "πρoσβλητική" σημασία πoυ είπαμε. Δεν ξέρω αν αυτό είναι αλήθεια, πάντως oι τωρινές εκδόσεις τoυ Ρoμπέρ όντως δεν την αναφέρoυν. Ούτως ή άλλως, η έκφραση έχει παλιώσει και η φήμη του Άπουλου έχει ξεχαστεί.

Άλλος έλληνας που διέπρεψε στην Εσπερία στα χαρτιά, και μάλιστα σε παιχνίδι όχι τυχερό αλλά εξόχως τεχνικό, ήταν ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο γιος του Λευτέρη, που το 1935, με παρτενέρ τον επίσης έλληνα Τουλουμάρη, ήταν μέλος της γαλλικής ομάδας μπριτζ που κέρδισε το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα.

Το μπριτζ πολλοί το θεωρούν αγγλικής προέλευσης (αφού bridge είναι αγγλική λέξη), ωστόσο είναι παιχνίδι ανατολίτικο. Πρόγονός του είναι το ρωσικό biritch, ένα παιχνίδι που είναι ντοκουμενταρισμένο σε έντυπο πολλά χρόνια πριν εμφανιστεί το αγγλικό bridge whist. Η λέξη biritch δεν υπάρχει στα σημερινά ρωσικά, είναι παλιότερη και σημαίνει τον ντελάλη του χωριού, που μεταξύ άλλων είναι υπεύθυνος για τις δημοπρασίες, και πράγματι στο μπιρίτς, όπως και στο μπριτζ, γίνεται μια πλειοδοσία μεταξύ των παικτών. Η ρωσική λέξη είναι ιταλικής προέλευσης, από το sbirro (από όπου και ο δικός μας σμπίρος) που δεν αποκλείεται να ανάγεται τελικά στο ελληνικό πυρρός, από το χρώμα του μανδύα αυτών των αστυνομικών υπαλλήλών.

Όμως υπάρχει και άλλη ελληνική ανάμιξη στην ιστορία του μπριτζ. Συγκεκριμένα, το ρωσικό μπιρίτς έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, και όπως θυμάται ένας Ιταλός παίκτης, τον Αύγουστο του 1873 έπαιξε για πρώτη φορά μπιρίτς στο σπίτι του Γεωργίου Κορωνιού, διευθυντή της Τράπεζας της Κων/πολης, με συμπαίκτες τον Ευστάθιο Ευγενίδη και τον «ρουμάνο» τραπεζίτη Σεργιάδη, ο οποίος τούς έμαθε τους κανόνες του παιχνιδιού. Προφανώς, το παιχνίδι έγινε δημοφιλές στους διπλωματικούς κύκλους. Σύμφωνα με τον ιστορικό Thierry Depaulis, από την Πόλη το παιχνίδι μεταφέρθηκε από πλούσιους Έλληνες στο Κάιρο, και από εκεί κατέκτησε τη Ριβιέρα, το Παρίσι και μετά το Λονδίνο, και σε κάποιο σημείο του ταξιδιού άλλαξε και το όνομά του, παρετυμολογικά, σε bridge.
Αυτά τα ολίγα για τα τραπουλόχαρτα.